Η διατροφή στην ομηρική εποχή εντασσόταν σε ένα ευρύτερο σύστημα ηθών, τελετουργιών και αξιών κι αυτό αντικατοπτρίζεται με σαφήνεια στα έπη του Ομήρου.
Το αρχαίο πρωτόκολλο φιλοξενίας
και τραπεζώματος
Διαβάστε παρακάτω για συνήθειες που ξεπερνούν το φαγητό και αποκαλύπτουν την ουσία ενός πολιτισμού με βαθιές ρίζες και συμβολισμούς.
Το πρωτόκολλο φιλοξενίας
Ο Αθήναιος τονίζει πως οι ήρωες στα ομηρικά έπη κάθονταν στα γεύματα, δεν ήταν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, στηλιτεύοντας την τρυφηλότητα της εποχής του (έζησε το 170-230 μ.Χ.).
«Τώρα έχουμε ξεπέσει τόσο πολύ, ώστε τρώμε ξαπλωμένοι…»
Όταν ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστορα, του βασιλιά της Πύλου, έφτασαν στη Σπάρτη, στο ανάκτορο του Μενέλαου, για να τον ρωτήσουν τι απέγινε ο Οδυσσέας, εκείνος καταρχήν τους πρόσφερε ένα λουτρό. Οι υπηρέτριες τους έλουσαν μέσα στις μπανιέρες (ναι, υπήρχαν και έχουν βρεθεί σε μυκηναϊκά ανάκτορα, όπως αυτό της Πύλου), τους άλειψαν με λάδι και τους έντυσαν με μαλακές χλαμύδες και χιτώνες.
Κι εδώ ο Αθήναιος τονίζει πως δεν τους άλειψαν με μύρα, διότι τότε δεν συνηθίζονταν τόσο, όπως στη δική του εποχή. Υστερα κάθισαν σε «θρόνους» δίπλα στο Μενέλαο.
«Θρόνος» στην αρχαία ελληνική ονομάζονταν και η καρέκλα και ο βασιλικός θρόνος. «Θρανίο» δε ονομαζόταν το υποπόδιο, το σκαμνάκι.
Αυτό ήταν το πρωτόκολλο της φιλοξενίας στο τραπέζι, οι ξένοι να κάθονται δίπλα στον οικοδεσπότη, δεδομένου πως ο Μενέλαος δεν τους είχε ρωτήσει ακόμα ποιοι είναι. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο φιλοξενίας θα τους ρωτούσε μετά το γεύμα.
«Γευτείτε και χαρείτε. Κι ύστερα αφού τελειώσετε το δείπνο θα σας ρωτήσουμε ποιοι είστε» (δ 60-62).
«Τώρα που οι ξένοι μας χάρηκαν το φαγητό, είναι η σωστή ώρα να τους ρωτήσουμε ποιοι είναι», λέει ο βασιλιάς της Πύλου, Νέστορας, όταν ο Τηλέμαχος, μαζί με την Αθηνά μεταμορφωμένη σε Μέντορα, έφτασαν στην Πύλο.
Φαίνεται πως ήταν συνήθεια της εποχής της Οδύσσειας, ίσως όχι της προγενέστερης Ιλιάδας, όπως παρατηρεί ο Αθήναιος, να πλένουν τα χέρια τους πριν το γεύμα. Διότι μία υπηρέτρια έφερε μία χρυσή προχόη και τους έχυνε νερό πάνω από μία αργυρή λεκάνη, για να πλύνουν τα χέρια τους. Και ύστερα έβαλε μπροστά τους ένα τραπέζι.
Οι ομηρικοί ήρωες τρώνε συνήθως σε τραπέζι ακόμα και εάν το γεύμα είναι στην αμμουδιά, δίπλα στα καράβια τους
Στην Πύλο ο Τηλέμαχος και η Αθηνά – Μέντορας βρήκαν τους κατοίκους της να κάνουν θυσίες στην αμμουδιά. Τότε ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστορα, έτρεξε να τους καλωσορίσει, «έπιασε και τους δύο από το χέρι και τους έβαλε να καθίσουν δίπλα στο τραπέζι, πάνω σε δέρματα προβάτων στην αμμουδιά, κοντά στον αδελφό του τον Θρασυμήδη και τον πατέρα του».
Ομηρικά γεύματα
Στη συνέχεια «τους πρόσφερε μερίδες από τα εντόσθια και τους κέρασε κρασί σε χρυσό ποτήρι και ενώ το πρόσφερε απηύθυνε τούτα τα λόγια στην Αθηνά». Όπως κάνουμε και σήμερα το Πάσχα τα εντόσθια, ήταν το πρώτο τμήμα του κρέατος που ψηνόταν.
Ο Αθήναιος υπογραμμίζει πως το σωστό ρήμα εδώ δεν είναι το έτρωγαν, αλλά το γεύονταν, επειδή είναι μικρή ποσότητα. Από λίγο γεύονταν οι συνδαιτημόνες, ως ορεκτικό και συνοδευτικό του κρασιού μέχρι το κυρίως πιάτο.
Στη Σπάρτη πάλι «η οικονόμος έφερε σταρένιο ψωμί και πολλά φαγητά, πρόσφερε μετά χαράς ό,τι υπήρχε. Και ο μοιραστής του κρέατος έφερε δίσκους με όλα τα κρέατα και έβαλε εμπρός τους χρυσά κύπελλα».
Ο Μενέλαος τους καλωσόρισε, τους προέτρεψε να φάνε – να πιούνε
και ύστερα να πουν ποιοι είναι
«Αφού έκοψε με τα χέρια του ψημένη πλάτη βοδιού, που είχαν βάλει μπροστά του προς τιμήν του, τους τα πρόσφερε. Κι εκείνοι άπλωσαν τα χέρια και πήραν από τα φαγητά που ήταν μπροστά τους».
Προφανώς δεν έτρωγαν με μαχαιροπίρουνο το κρέας, αλλά με τα χέρια.
Γευστικές ή στερεοτυπικές προτιμήσεις;
Ο Αθήναιος παρατηρεί πως οι ομηρικοί ήρωες στα ανακτορικά δείπνα δεν τρώνε πτηνά, ψάρια (παρότι θεωρούνται τυχεροί οι Φαίακες που η θάλασσά τους είναι γεμάτη ψάρια), φρούτα (παρότι περιγράφονται οπωρώνες), ούτε γαστρονομικές λιχουδιές, όπως πίτες με γάλα, τυρί και αυγά ούτε μελόπιτες.
Ο Ομηρος περιγράφει πάντοτε «φαγητά με τα οποία θα είχαν καλή σωματική και ψυχική κατάσταση».
Κρέας βοδιού πάντοτε και μάλιστα πλάτη, που θεωρείτο το καλύτερο κομμάτι. Γι’ αυτό άλλωστε το είχαν βάλει μπροστά στον Μενέλαο, προς τιμήν του. Ήξεραν όμως και να ψαρεύουν και να θηρεύουν πουλιά και το έκαναν, όταν βρίσκονταν σε ανάγκη στις θαλασσινές περιπλανήσεις τους
Φαίνεται πως δεν ήταν ταιριαστή, για ήρωες, κάποιου άλλου είδους τροφή
Μάλιστα το κρέας είναι πάντοτε ψητό και όχι βραστό, παρατηρεί ο Αθήναιος. Ακόμα και όταν οι ίδιοι ετοιμάζουν την τροφή τους, αυτή πάλι είναι ψητή, διότι δεν θα ταίριαζε άλλου είδους προετοιμασία σε ήρωες. Θα μπορούσε ο Ομηρος να περιγράφει πώς καθαρίζει ο Οδυσσέας τα κρεμμυδάκια για κρέας στη χύτρα;
Αυτή η συνήθεια κρατάει μέχρι σήμερα. Οι Έλληνες άνδρες συνήθως ψήνουν, ενώ οι γυναίκες μαγειρεύουν.
Αποδέσμευση από την απληστία
«Ακόμη, δεν τους παρουσιάζει να στεφανώνονται και να μυρώνονται, όπως ούτε και να θυμιάζουν, αλλά αποδεσμεύοντας τους ανθρώπους από όλα αυτά, τους οδηγεί στην αυτάρκεια και στην ελευθερία.
Στους θεούς αποδίδει απλό τρόπο ζωής με νέκταρ και αμβροσία
Ενώ παρουσιάζει τους ανθρώπους να τους τιμούν με τον τρόπο της ζωής τους, αφαιρώντας το λιβανωτό, τη σμύρνα, τα στεφάνια και τα περί αυτά τρυφηλότητα. Τους παριστάνει να απολαμβάνουν αυτόν τον τρόπο ζωής όχι «άπληστα» [α+πληρόω = γεμίζω], αλλά όπως κάνουν οι καλύτεροι γιατροί, αφαιρεί τη λαιμαργία».
Η συνήθης ομηρική φράση για το πέρας του γεύματος είναι «του φαγητού και του ποτού αφού χόρτασαν τον πόθο». Ύστερα σε κάποιες περιπτώσεις πήγαιναν να αγωνιστούν σε παιχνίδια και σε άλλες να ακούσουν τους κιθαρωδούς που τραγουδούσαν τις πράξεις των ηρώων.
Η γαστρονομία ήταν λιτή και με το γεύμα απλά χόρταιναν την πείνα τους.