Η μαρτυρία ενός Πόντιου επιζήσαντα

Μοιραστείτε το

Ένας από τους τελευταίους επιζώντες της Γενοκτονίας των Ποντίων αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν. Για ορισμένους η μαρτυρία αυτή μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε…

Η παρακάτω συνέντευξη δόθηκε στην εφημερίδα «TO BHMA»
στις 19 Μαΐου 2010


Πόντιος επιζών αφηγείται

Για ορισμένους μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε. Κάποιοι απλά δεν γνωρίζουν.

Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης στην πορεία της ζωής του μίλησε στα παιδιά του, την Αριάδνη, την Παρθένα, την Αννα, τον Επαμεινώνδα και τον Θεόδωρο. Αφηγήθηκε στα δέκα εγγόνια του και στα ισάριθμα δισέγγονά του και θα ήθελε, αν προλάβει, να μιλήσει και σε τρισέγγονό του για την αλησμόνητη πατρίδα.

Για τον πατέρα του Θεόδωρο Κοντογιαννίδη, ο οποίος εξοντώθηκε, για τη θεία του Ελένη που αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της ο Αναστάσης. Για τους Τούρκους συγχωριανούς τους, που τους ειδοποίησαν ότι ερχόταν μεγάλο κακό και τους βοήθησαν να διαφύγουν.


Σταύρος Κοντογιαννίδης

Σταύρος Κοντογιαννίδης, τόπος γεννήσεως Ζιμόνα Χαρίενας, Αργυρούπολη Τραπεζούντας. Όνομα πατρός, Θεόδωρος, επάγγελμα συνταξιούχος, πρώην πεταλωτής, γεωργός, μαραγκός. Έζησε στον Πολύμυλο Κοζάνης τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και τώρα ζει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης.

Άνθρωπος απλός, του μόχθου. Τα χέρια του ακόμη ροζιασμένα από την πολλή δουλειά, και ας πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από τότε που πήρε σύνταξη. Η προσφυγιά δεν του επέτρεψε να πάει σχολείο. Τα Ποντιακά μπλέκονται με τη νεοελληνική γλώσσα, τα συναισθήματα έντονα. Δεν ξεχνάει όσα χρόνια και αν πέρασαν.


Η συγκλονιστική μαρτυρία του

Ο Σταύρος Κοντογιαννίδης, σε συνέντευξη του, αφηγήθηκε στο «Βήμα» όσα έζησε και ας τον πληγώνουν. Θέλει, λέει, να θυμούνται όλοι, να μη μισούν, αλλά και να μην ξεχνούν…

«Ημουν οχτώ χρονών. Μια μέρα, στο χωριό, οι τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες. Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια. Βγήκαμε στους δρόμους. Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί, παρά μόνο τις εικόνες και τη ψυχή μας.

Δεν καταλάβαινα και πολλά. Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της. Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Αλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αη-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό.

Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν. Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι διαταγές και πυροβολισμοί. Όλοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει»

Ο κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης έχασε τρία από τα αδέλφια του και απόμεινε μόνος, με τον μικρό του αδελφό Αχιλλέα, μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, ο οποίος θήλαζε και είχε να φάει.


Η αλησμόνητη πατρίδα

Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν…

«Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (Ζήτω Κεμάλ, ζήτω), κρυβόμασταν.

Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν και έμεναν εκεί άταφοι»

Και όμως…

«Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν.

Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει που κρυβόταν ο άνδρας της.

Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους»


Τα Τάγματα Εργασίας

Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα «Τάγματα Εργασίας», που προκάλεσαν το κακό.

Τα «Τάγματα Εργασίας» αφού τους εξόντωσαν, τους πέταξαν στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους.

Ελάχιστοι οι εναπομείναντες και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν. Την τραγωδία, την λαίλαπα του πολέμου και του φανατισμού.


Ο ερχομός στην Ελλάδα

Από την Τραπεζούντα ήρθαν στην στην Ελλάδα με πλοίο, το οποίο λεγόταν «Κιτσεμάλ».

«Όταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας. Αφήσαμε πίσω προγόνους, τάφους, σπίτια, μαγαζιά. Τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας. Τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας»

Το «Κιτσεμάλ» ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες…

«Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη, για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τους έψελναν και οι άνδρες τους πετούσαν στη θάλασσα.

Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε Ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία.

Και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε και εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια».


Διαβάστε επίσης: Η Οδύσσεια των προσφύγων

Μοιραστείτε το