Οι πρόσφυγες στον Πειραιά και τη Κοκκινιά

Μοιραστείτε το

Μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.000.000 πρόσφυγες. Οι οποίοι δημιούργησαν νέους προσφυγικούς συνοικισμούς ανά τη χώρα, μεταξύ αυτών στον Πειραιά και στη Κοκκινιά.

Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Πειραιά και της Νέας Κοκκινιάς


Πειραιάς – Δραπετσώνα

Τέλη της δεκαετίας του 1910, η παραλία της Δραπετσώνας και του Κερατσινίου ήταν τόπος εκδρομής και αναψυχής. Στο λιμανάκι της «Κρεμμυδαρούς» στη Δραπετσώνα βρίσκονταν τα ξύλινα μπάνια. Εδώ έρχονταν τρατάρηδες και ψαράδες για να αλιεύσουν την περίφημη «σαρδέλα της Κρεμμυδαρούς».

Η έλευση των Ποντίων και Μικρασιατών προσφύγων άλλαξε εντελώς τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα του Πειραιά. Τον Δεκέμβριο του 1922 ο «Πειραιογράφος» εκείνης της εποχής, Άγγελος Κοσμίδης, έγραφε μεταξύ άλλων:

«Ο τόπος μας όπως τον ξέραμε αποτελεί μία ανάμνηση. Τώρα έρχονται άλλες μορφές, άλλες γλώσσες, άλλα αισθήματα, άλλες συνήθειες…»


Η περιοχή γύρω από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στον Πειραιά αποτελούσε σημαντικό τοπόσημο, καθώς σηματοδοτούσε για δεκαετίες τον διαχωρισμό της Δραπετσώνας από τον υπόλοιπο Πειραιά.

Πολύ κοντά υπήρχε ο σιδηροδρομικός σταθμός, που ήταν γνωστός με το όνομα «ο Σταθμός της Ξενιτιάς». Αφού από εδώ και από τον σταθμό Λαρίσης (στην Αθήνα) ξεκινούσαν τα καραβάνια των μεταναστών για τη δυτική Ευρώπη.

Σε αυτήν την ήδη στιγματισμένη περιοχή εγκαταστάθηκαν μαζικά μετά το 1922 οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Εγκαταστάθηκαν στην ακατοίκητη και άγονη Δραπετσώνα, φέρνοντας μαζί τους τα τραγούδια, τους χορούς και τη κουλτούρα τους.


Δύο ήταν οι κύριοι πόλοι που δημιουργήθηκαν με την εγκατάσταση των προσφύγων στη Δραπετσώνα και τον Πειραιά

  • Ανατολικά, πάνω από τη γέφυρα του Αγίου Διονυσίου, ήταν η κακόφημη περιοχή των «Βούρλων» και τα «Χιώτικα», που άλλαξε όψη με την έλευση των προσφύγων.

Διάφορα καταστήματα όπως ουζερί, καφενεία, κεμπαπτζήδικα, σουβλατζίδικα, χαλβατζίδικα, παντοπωλεία, μανάβικα και καταστήματα ξηρών καρπών έδωσαν καινούργιο χαρακτήρα στην άλλοτε κακόφημη γειτονιά του Πειραιά.

Εδώ οι Πόντιοι αποτελούσαν το μισό του πληθυσμού και το υπόλοιπο μισό ήταν Σμυρνιοί, Μικρασιάτες, νησιώτες, ντόπιοι και άλλοι.

  • Δυτικότερα ήταν η περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκε ο μεγάλος όγκος των Ποντίων προσφύγων. Εδώ σχηματίστηκε ένας σχεδόν αμιγής Ποντιακός συνοικισμός, με καφενεία, ταβέρνες, μπακάλικα, ουζάδικα, όπου επικρατούσε η Ποντιακή λύρα.


Στα στενοσόκακα και στις γειτονιές του Πειραιά, οι Πόντιοι πρόσφυγες ξεπερνούσαν τις αξεπέραστες δυσκολίες της ζωής στήνοντας ξαφνικά και χωρίς ιδιαίτερη αιτία τον κυκλικό χορό. Με τον λυράρη στη μέση να παίζει και να συντονίζει αυτήν την πανάρχαια όρχηση και το τραύμα του ξεριζωμού να τους ακολουθεί για πάντα…

«Ξεριζωμέν’ αδά κι εκεί, μωρά βασανισμένα,
πάπον προς πάπον κράτεσαν, κειμήλια ματωμένα!»

Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού του Πειραιά και το 19% του πληθυσμού της Αθήνας.


Νίκαια – Νέα Κοκκινιά

Η Νίκαια είναι μια από τις περιοχές της Αττικής, που συμπεριλαμβάνεται στις προσφυγικές περιοχές. Καθώς πολλοί πρόσφυγες Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, έπειτα από τον ξεριζωμό τους κατέφυγαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και δη της Αθήνας. Όπως λόγου χάρη η «Νέα Κοκκινιά», όπως συνηθίζεται να λέγεται ο συνοικισμός αυτός.

Να σημειωθεί πως προϋπήρχε η «Παλαιά Κοκκινιά», η ιστορική εργατική συνοικία στα βόρεια του Πειραιά. Μια από τις παλιότερες συνοικίες που κατοικήθηκαν στη περιοχή του Πειραιά, από τα μέσα του 19ου αιώνα. Πολύ πριν έρθουν οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη και οι Αρμένιοι, που αποτελούν τον κορμό του σημερινού πληθυσμού.

Ακολούθησε ο προσφυγικός συνοικισμός «Νέα Κοκκινιά» ή απλά «Κοκκινιά», ο οποίος αναπτύχθηκε μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολής.

Μέχρι και το 1933 ο συνοικισμός υπαγόταν διοικητικά στο Δήμο Πειραιά, ενώ τον Ιανουάριο του 1934 διαχωρίστηκε και δημιουργήθηκε ο αυτόνομος Δήμος «Νέας Κοκκινιάς». Η περιοχή που αργότερα μετονομάστηκε σε «Νίκαια» Αττικής.

Στους δρόμους και τις οδούς του νεοσύστατου τότε συνοικισμού δόθηκαν οι ονομασίες πόλεων και περιοχών της Ανατολής, όπως π.χ.:

Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Ελλησπόντου, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Ιωνίας, Κυδωνίων, Λαοδικείας, Μικράς Ασίας, Νικομήδειας, Μουδανίων, Προύσσας, Σμύρνης, κ.ά..


Η εγκατάσταση των προσφύγων

Έπειτα από απόφαση της Ελληνικής κυβέρνησης, το 1922, απαλλοτριώθηκαν οικόπεδα για τη δημιουργία συνοικισμών. Στις 18 Μαρτίου 1923 το «Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων» εγκαινίασε τον συνοικισμό «Νέα Κοκκινιά» σε ακατοίκητη προηγουμένως περιοχή όπου άνηκε στον Δήμο Πειραιώς.

Εκεί στεγάστηκαν 6.390 οικογένειες σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες.

Οι πρόσφυγες που κατοίκησαν στον συνοικισμό κατάγονταν από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας όπως λόγου χάριν: Σμύρνη, Βιθυνία, Τραπεζούντα και άλλες ακόμη «ματωμένες περιοχές» εκείνης της περιόδου. Η πλειοψηφία των προσφύγων ήταν Ελληνικής καταγωγής.

Η ιδιοτυπία της «Νέας Κοκκινιάς» ήταν το γεγονός της εγκατάστασης και συγκατοίκησης ανθρώπων που προερχόντουσαν από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής. Με διαφορετική νοοτροπία και ποικίλες – ξεχωριστές ασχολίες, που είχαν όμως συνδετικό κρίκο την Ελληνική καταγωγή και την Ορθόδοξη πίστη τους.


Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς

Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Πειραιά και της Νέας Κοκκινιάς συνδύαζε την απόλυτη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό του παρελθόντος, αυτόν που κουβάλησαν οι πρόσφυγες από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους.

Όμως η ζωή των προσφύγων χαρακτηριζόταν από το ήθος, τους ιδιαίτερους επικοινωνιακούς τρόπους, την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια, την επινοητικότητα, τη κουλτούρα και την επιχειρηματικότητα τους. Η οποία επιχειρηματικότητα εκδηλώθηκε με πλήθος επιχειρηματικών δράσεων.

Εξάλλου έκδηλο ήταν το πολύπλευρο ταλέντο των προσφύγων, οι οποίοι εργάζονταν συστηματικά την ημέρα και διασκέδαζαν το βράδυ. Εκτονώνοντας (μέσω διαφόρων μορφών τέχνης) τον καθημερινό μόχθο και τη νοσταλγία για τη πατρίδα που άφησαν πίσω.


Διαβάστε επίσης: Πόντιοι ρεμπέτες και άλλοι μουσικοί εκ Πόντου

Μοιραστείτε το